ἐξείλετο

ἐξείλετο
ἐξαιρέω
take out
aor ind mid 3rd sg
ἐξείλλω
disentangle
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐξείλεθ' — ἐξείλετο , ἐξαιρέω take out aor ind mid 3rd sg ἐξείλετε , ἐξαιρέω take out aor ind act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle aor subj act 2nd pl (epic) ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres imperat act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξείλετ' — ἐξείλετο , ἐξαιρέω take out aor ind mid 3rd sg ἐξείλετε , ἐξαιρέω take out aor ind act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle aor subj act 2nd pl (epic) ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres imperat act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”